- θρώμαι
- θρῶμαι, -άομαι (Α)κάθομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θρώμαι είναι αμάρτ. ενεστ. του ιων. αορ. θρήσασθαι στη φρ. θρήσασθαι πλατάνῳ [γ]ραίῃ ὕπο (Φιλέταιρος κωμικός 14), ο οποίος προήλθε από θ. θρᾱ- τού θράνος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] … Dictionary of Greek